
Η ταινία ξεκινά με τον φιλόδοξο νεαρό ήρωα, Paul Kemp (Johnny Depp), ντυμένο με ένα λευκό κοστούμι, ψαθάκι και τα χαρακτηριστικά σκούρα γυαλιά (τα οποία, κατά τα λεγόμενα αυτών που τον ήξεραν, ο Thomson δεν αποχωρίστηκε ολόκληρη τη ζωή του) να δίνει συνέντευξη για μια θέση ρεπόρτερ στην Star (εφημερίδα την οποία φαίνεται οι φιλόδοξοι και ταλαντούχοι δημοσιογράφοι της εποχής απέφευγαν όπως ο διάβολος το λιβάνι), και να δίνει λογαριασμό στον Lotterman (Richard Jenkins), τον αρχισυντάκτη, για το πόσο πίνει με τη χαρακτηριστική φράση «Πίνω στα όρια του social drinking», αφήνοντάς μας πάλι να εκτιμήσουμε οι ίδιοι τι σημαίνει social drinking και κατά πόσο έχει ξεπεράσει κατά πολύ αυτά τα όρια.
Όλα βαίνουν καλώς πάντως, αν είσαι ο μόνος που κάνεις αίτηση για μια συγκεκριμένη θέση, όσο και να πίνεις, θα την πάρεις. Έτσι ξεκινά και η ζωή του στο Puerto Rico και η παρέα του με τον Sala (Michael Rispoli), φωτογράφο της εφημερίδας και τον Moburg (Giovanni Ribisi), ένα ερείπιο από τις πολλές κραιπάλες που φαίνεται να μη θυμάται ότι έχει απολυθεί από την εφημερίδα και συνεχίζει να τριγυρνά στα γραφεία όποτε καταφέρνει να είναι σε επαφή με τον μάταιο τούτο κόσμο μας.
Ο νέος ρεπόρτερ, λοιπόν, τραβά πάνω του τα βλέμματα, και κυρίως του Sanderson (Aaron Eckhart), ενός Real Estate επιχειρηματία που φιλοδοξεί να μετατρέψει το «παρθένο» ακόμα Puerto Rico σε έναν καπιταλιστικό παράδεισο για πλούσιους, και κατάφερε ο ίδιος να πλουτίσει εκεί με αμφίβολες μεθόδους και αγοραπωλησίες (και σίγουρα το να καλοπιάνει και να διασκεδάζει τους ντόπιους επενδυτές του στο παραθαλάσσιο σπίτι που διατηρεί στο San Juan, είναι από τις πιο αθώες). Ο Sanderson ευελπιστεί να «μεταφραστούν» τα άρθρα του Kemp σε λεφτά, εξάλλου τι πιο εύκολο να χρηματίσεις έναν ρεπόρτερ σε μια εφημερίδα όπου ο ίδιος ο αρχισυντάκτης παραδέχεται ότι δεν την ενδιαφέρει η αλήθεια, αλλά η ωραιοποιημένη εκδοχή της, ώστε τα άρθρα να εξυμνούν τις επόμενες επιχειρηματικές κινήσεις του Sanderson? Έτσι μια κατακόκκινη καλογυαλισμένη Corvette, ασορτί με το κόκκινο κραγιόν της Chenault (Amber Heard), επιστρατεύουν την γοητεία τους για να πείσουν τον Kemp. Είναι μόνο δική μου εντύπωση ότι θα μπορούσε να έχει «αγοραστεί» με πολύ λιγότερα?
Ο Depp φαίνεται να ελκύεται πολύ από τη φυσιογνωμία του Hunter Thomson, αφού τον είχε υποδυθεί και παλιότερα στο «Fear and Loathing in Las Vegas» (1998). Λένε ότι ο Depp μεταφέρει επιτυχώς τον τρόπο που μιλούσε ο Thomson στην πραγματική του ζωή: μουρμουρίζει με χαμηλή φωνή σαν να του κόβεται η ανάσα ή με το φόβο ότι κάποια αταίριαστη σκέψη με τα λεγόμενα του θα ειπωθεί φωναχτά. Ποτέ δεν εμφανίζεται ιδιαίτερα πιωμένος, εμείς τον βλέπουμε στην επίπονη φάση της «επόμενης ημέρας», του hangover (και τον καταλαβαίνουμε).
Υπάρχει μια ασαφής πρόθεση τόσο στην ταινία (όσο στο βιβλίο φαντάζομαι), ότι ο Kemp μάχεται κατά της διαφθοράς (δηλαδή του τρόπου με τον οποίο οι Αμερικανοί ξαφρίζουν γη από τους Πουερτορικανούς) και έρχεται αντιμέτωπος με το εξής δίλημμα: το μόνο όπλο του (δηλαδή οι λέξεις) να εξυμνήσουν αυτή την εξαπάτηση ή να την αποκαλύψουν? Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την πρόθεσή του αλλά με ένα τόσο μπερδεμένο μυαλό και με τις μέρες του, τη μια πίσω από την άλλη, τόσο κατεστραμμένες από τις κραιπάλες είναι δύσκολο να διατηρήσει σταθερή πορεία, και μοιάζει να κάνει οκταράκια προς μια κατεύθυνση που δύσκολα αντιλαμβανόμαστε.
Ο ρόλος της Chenault από την άλλη, της αισθησιακής ερωμένης του Sanderson, που φαίνεται αηδιασμένη πλέον από τον πλούτο και τον άκρατο εγωισμό του και έλκεται από την παράδοξη ζωή του Kemp και της αμφιβόλου φήμης παρέας του, δεν πείθει. Γιατί, ναι, ο Sanderson είναι ο «κακός» και ο Kemp ο «τυχοδιώκτης», αλλά γυναίκες σαν τη Chenault δεν καταλήγουν σε παραθαλάσσιες επαύλεις με όλες τους τις ανάγκες εκ-πληρωμένες αν πάντα αγαπούσαν πτωχούς – πλην τίμιους – αλκοολικούς.
Μου δίνεται η εντύπωση ότι ο Kemp (ή/και ο Thomson) έβλεπαν μεγάλο μέρος της ζωής μέσα από τον πάτο ενός βρώμικου ποτηριού. Αυτή την αίσθηση την αναπαραγάγει η ταινία αλλά όχι τόσο πειστικά όσο στην άλλη ταινία του Bruce Robinson που προανέφερα, το ”Withnail & I”. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο Withnail μας παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια ενός τρίτου, του τρομοκρατημένου και αηδιασμένου από τον χαρακτήρα του, φίλου του. Αντίθετα, στην περίπτωση του Kemp όσο χάνει τον στόχο του, τόσο χάνει την μπάλα και η ταινία.
Αυτό που θα μπορούσε να είναι μια συνεκτική ιστορία πάνω σε ένα δημοσιογραφικό γεγονός στο San Juan εμπλουτισμένο με διαφορετικούς και πρωτότυπους χαρακτήρες, καταλήγει σε ένα ομιχλώδες και αποσπασματικό σενάριο βασισμένο στην περιορισμένη και παραλλαγμένη από τα το αλκοόλ, αντίληψη της πραγματικότητας από τον Kemp. Μπορεί στο τέλος να μαθαίνουμε ότι οι «κακοί πήραν αυτό που τους άξιζε» αλλά όλοι μαντεύουμε ότι δεν άλλαξε τίποτα στο San Juan.