Η άποψη αυτή κυριαρχούσε και στην τρίωρη συζήτηση της Βουλής, που προηγήθηκε της απόφασης, το απόγευμα της Δευτέρας. Όλοι οι ομιλητές, συμπεριλαμβανομένης της Άγκελα Μέρκελ, συμφώνησαν ότι η ανάπτυξη αποτελεί οργανικό συμπλήρωμα της δημοσιονομικής σταθεροποίησης. «Η Ελλάδα πρέπει να προχωρήσει πάνω σε δυο πόδια» συνόψισε η κοινοβουλευτική εκπρόσωπος των Πράσινων Ρενάτε Κίναστ. «Το ένα είναι η απομείωση των χρεών, το άλλο η ανάπτυξη».
Τη συζήτηση άνοιξε η καγκελάριος τονίζοντας πως το πακέτο, «δεν αποβλέπει στη λιτότητα, αλλά στην ανταγωνιστικότητα». Προς το σκοπό αυτό, το Βερολίνο προτίθεται να στείλει στην Αθήνα ειδικούς, οι οποίοι θα συνεισφέρουν στην αναμόρφωση της διοίκησης, στην ενίσχυση των φορολογικών μηχανισμών, καθώς και στην άνοδο της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων, είπε - αποφεύγοντας όμως κάθε αναφορά στο πολυσυζητούμενο ευρωπαϊκό σχέδιο Μάρσαλ. Η ελληνική κυβέρνηση, πρόσθεσε, έχει βάλει υψηλούς στόχους -«τώρα είναι η ώρα να τους υλοποιήσει».
«Ξέρω την άποψη εκείνων που θεωρούν την Ελλάδα βαρέλι δίχως πάτο» συνέχισε. «Γνωρίζω τις επιφυλάξεις και τις κατανοώ. Οι πιθανότητες επιτυχίας είναι όμως μεγαλύτερες, από εκείνες της αποτυχίας - τώρα τουλάχιστον» πρόσθεσε, τονίζοντας το «τώρα». Οι βουλευτές των κυβερνητικών κομμάτων, Χριστιανοδημοκράτες και Ελεύθεροι Δημοκράτες, την καταχειροκρότησαν στο σημείο αυτό.
Η καγκελάριος αναγνώρισε, ότι η Ελλάδα είχε σοβαρές επιτυχίες τα δυο τελευταία χρόνια. Μια από αυτές, είπε, είναι η μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος του προϋπολογισμού από το 10,6% του ΑΕΠ το 2009 στο 2,4% το 2011. Ταυτόχρονα πρόσθεσε όμως, ότι πρέπει να εκριζωθούν οι γενεσιουργές αιτίες της κρίσης. Ένα τέτοιο παράδειγμα, είπε, είναι το γεγονός, ότι η άνοδος των μισθών την περίοδο του ευρώ ήταν πολύ υψηλότερη από εκείνη της ανταγωνιστικότητας.
Μια 100% εγγύηση για το εγχείρημα δεν υπάρχει, τόνισε. Όμως, πρόσθεσε, «θεωρώ το ρίσκο υπολογίσιμο. Κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει το κακό που θα προέκυπτε στην υπόλοιπη ευρωζώνη, αν η Ελλάδα δεν έπαιρνε πλέον βοήθεια».
Στο παρελθόν, υπενθύμισε, η Ελλάδα δεν τήρησε τις δεσμεύσεις της, χωρίς μάλιστα να υποστεί συνέπειες γι αυτό. «Τέτοιο πράγμα δεν επιτρέπεται να επαναληφθεί» είπε. Κι αυτό θα εξασφαλιστεί μέσω μιας σειράς μέτρων, όπως η καταχώρηση του κλειστού λογαριασμού για την εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους στο ελληνικό Σύνταγμα.
Οι βουλευτές της παράταξής της αντέδρασαν πάλι με χειροκροτήματα, όταν τους ζήτησε να ψηφίσουν το πακέτο λέγοντας: «Πρέπει κατά καιρούς να παίρνω ρίσκα, όχι όμως τυχοδιωκτική στάση - αυτό δεν μου το επιτρέπει ο όρκος μου στο Σύνταγμα».
Οι Σοσιαλδημοκράτες
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε ο λόγος του σοσιαλδημοκράτη πρώην υπουργού οικονομικών Πέερ Στάινμπρουκ.
Το δεύτερο πακέτο που καλούμαστε να ψηφίσουμε είναι το προϊόν της αποτυχίας του πρώτου» είπε ο εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην αρχή της ομιλίας του. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η καγκελάριος δεν είχε καταλάβει το μέγεθος της ελληνικής τραγωδίας. «Γι αυτό και το πρώτο πακέτο ήταν λίγο, καθυστερημένο και στο περίπου» είπε.
Αλλά και το δεύτερο δεν είναι πολύ καλύτερο, αφού του λείπει το στοιχείο της ανάπτυξης, που αφαιρεί από την Ελλάδα «κάθε προοπτική». «Μόνο αν γίνουν επενδύσεις, μόνο αν μειωθεί η ανεργία, θα μπορέσει να επιτύχει η Ελλάδα πρωτογενή πλεονάσματα» και να επανέλθει στην ομαλότητα, τόνισε. Αλλά από μεγάλα επενδυτικά προγράμματα κατά το πρότυπο του «σχεδίου Μάρσαλ» δεν βρίσκονται καθόλου στο πακέτο. «Θα έρθει κι αυτό κάποτε, αλλά με πολύ μεγάλη καθυστέρηση» πρόβλεψε.
Το δεύτερο πακέτο, κατέληξε, εμπεριέχει πολλές κοινωνικές αγριότητες και θα κοστίσει «πολύ, πολύ περισσότερο από αυτό που δηλώνει η κυρία Μέρκελ». Παρόλα αυτά, το κόμμα του, αν και δεν συμφωνεί με τις βασικές αρχές του, θα το ψηφίσει, επειδή δεν θέλει να βάλει σε καμιά περίπτωση σε κίνδυνο το ευρώ.
Οι Ελεύθεροι Δημοκράτες
Τα αίματα άναψαν όμως πραγματικά, όταν ανέβηκε στο βήμα ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος των συγκυβερνώντων Ελεύθερων Δημοκρατών Ράινερ Μπρούντερλε. Η ομιλία του ήταν περισσότερο ένας φιλιππικός, παρά πολιτικός λόγος. «Στην Ελλάδα μπορούμε να δούμε το κράτος ευημερίας, που χρηματοδοτείται από χρέη, σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του» είπε. «Το ένα τέταρτο των εργαζόμενων απασχολείται στο κράτος, η σύνταξη δίνεται όσο το δυνατό γρηγορότερα, ενώ οι μισθοί προσανατολίζονται σε κάθε τι δυνατό, όχι όμως στην παραγωγικότητα».
Στις αιτιάσεις προστέθηκαν κατόπιν και οι «ευχές». «Θα ευχόμουν στους Έλληνες να μάθουν να έχουν μέτρο, μέτρο στα χρέη, μέτρο στις διαδηλώσεις, μέτρο στον τόνο έναντι των ευρωπαίων εταίρων» είπε. «Ήδη το ότι οι εφημερίδες παρουσιάζουν στρεβλά τα γεγονότα, είναι ενοχλητικό. Όταν όμως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας παραφέρεται, τότε δεν μπορούμε παρά να σουφρώνουμε τη μύτη μας» πρόσθεσε υπαινισσόμενος την αντίδραση του Κάρολου Παπούλια στην απαίτηση του γερμανού υπουργού οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε να αναβληθούν οι ελληνικές εκλογές τον ερχόμενο Απρίλιο, επειδή θα κινδύνευαν να μείνουν εκτός κυβέρνησης η Νέα Δημοκρατία και το ΠαΣοΚ. Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης τον χλεύασαν μεγαλόφωνα στο σημείο αυτό.
Η Αριστερά
Κυβέρνηση και αντιπολίτευση ξαναβρήκαν ωστόσο κοινό παρανομαστή, όταν πήρε το λόγο ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της Αριστεράς Γκρέγκορ Γκίζι.
«Δεν θα ψηφίσουμε το πακέτο, όχι επειδή είμαστε κατά της βοήθειας, αλλά επειδή και τα 130 δισεκατομμύρια ευρώ που περιλαμβάνει θα πάνε στους δανειστές» δήλωσε στην αρχή της ομιλίας του. «Ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να δει ούτε ένα ευρώ».
Στη συνέχεια παρέμπεψε στο πρώτο πακέτο, το οποίο, όπως είπε, απέτυχε παταγωδώς. «Επρόκειτο για 110 δισ.» υπενθύμισε. «Τότε μας έλεγαν, ότι η Ελλάδα θα είχε βγει το 2014 από την κρίση. Σήμερα δεν μιλά κανείς πλέον γι αυτό». Το δεύτερο πακέτο, πρόσθεσε, είναι πολύ φριχτότερο, επειδή δεν περικόπτει μόνο τους μισθούς εκατομμυρίων εργαζομένων στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, αλλά και τα εργασιακά τους δικαιώματα.
Η Ελλάδα, τόνισε, χρειάζεται σήμερα ένα σχέδιο Μάρσαλ - όχι ένα καθεστώς κατά το πρότυπο της συνθήκης των Βερσαλλιών, σαν αυτό που επέβαλαν οι νικήτριες δυνάμεις στη Γερμανία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την επακόλουθη πολιτική ανωμαλία και την κατάληξή της στο ναζιστικό καθεστώς.
Αναβρασμός στην αίθουσα: Οι βουλευτές των άλλων κομμάτων διαμαρτύρονταν για την «ανιστόρητη» σύγκριση. «Με το πακέτο δεν θέλουμε να γονατίσουμε την Ελλάδα, αλλά να τη βοηθήσουμε» απάντησε ο εκπρόσωπος των Ελεύθερων Δημοκρατών για δημοσιονομικά θέματα Χέρμαν Ότο Σολμς.
Η ψηφοφορία
Η συζήτηση για το πακέτο, που υπερψηφίστηκε από τα πέντε εκ των συνολικά έξη κοινοβουλευτικών κομμάτων (Χριστιανοδημοκράτες, Χριστιανοκοινωνιστές, Ελεύθεροι Δημοκράτες, Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι) ήταν πολύ «ελληνική», ρητορικά ωστόσο όχι από τις «μεγάλες» στιγμές της γερμανικής Βουλής.
Για την κυρία Μέρκελ ήταν μάλιστα πολύ δυσάρεστη, αφού, για πρώτη φορά στην θητεία της, δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει τη λεγόμενη «πλειοψηφία της καγκελαρίου» ήτοι την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών (310 βουλευτές) - παρόλο που τα τρία κυβερνητικά κόμματα διαθέτουν 320. Επόμενο έτσι, πολλοί πολιτικοί αναλυτές στη Γερμανία να μιλούν τώρα για την αρχή του τέλους του μαυροκίτρινου συνασπισμού («μαύροι» οι Χριστιανοδημοκράτες, «κίτρινοι» οι Ελεύθεροι Δημοκράτες).
Η συζήτηση στη Βουλή έχει βέβαια συνέχεια και στη δημοσιότητα. Μεγάλη μερίδα των μέσων ενημέρωσης υποστήριζε σήμερα ότι - λόγω της έλλειψης μιας αναπτυξιακής συνιστώσας - το πακέτο επιτρέπει μόνο την «αγορά χρόνου» χωρίς να λύνει κανένα από τα προβλήματα της Ελλάδας.
Παράλληλα αναπαράγεται και η κριτική στη Βουλή για τις «αμαρτίες» της Αθήνας, καθώς και για τις αντιδράσεις του ελληνικού πληθυσμού στη «σφαγή», όπως έγραψε εφημερίδα, που υφίσταται από την τρόικα.
Όμως υπάρχει και ο αντίλογος. «Είναι εντελώς λάθος να λέγεται, ότι οι Έλληνες δεν κάνουν τίποτα» δήλωσε ο πρόεδρος του πενταμελούς συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων της γερμανικής κυβέρνησης (κοινώς «σοφών») Βόλφγκανγκ Φραντς παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στη σοβαρή μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος. «Οι Γερμανοί θα έπρεπε να αναλογιστούν πώς θα αντιδρούσαν οι ίδιοι, αν καλούνταν να εφαρμόσουν παρόμοιο πρόγραμμα λιτότητας».
Αντικείμενο κριτικής αποτελεί και ο τρόπος που προσφέρεται η τεχνογνωσία στην Ελλάδα. Η αποστολή, για παράδειγμα, γερμανών εφοριακών στην Ελλάδα, που θα εκπαιδεύσουν, ή και θα υποκαταστήσουν έλληνες συναδέλφούς τους, προκαλεί θυμηδία. Παράδειγμα, μια γελοιογραφία στην εφημερίδα «Frankfurter Rundschau» που δείχνει τρεις ξένους να συνομιλούν με έναν έλληνα φορολογούμενο, μπροστά στο σπίτι του στην Αθήνα.
«Κύριε Τσαντίδη, μου επιτρέπετε να συστηθώ: Πλάουμαν, από την εφορία του Κάσελ κατά εντολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για τους φόρους σας. Να σας συστήσω και τους Ιβάν και Βασίλη από το ταμείο εισπράξεων στη Μόσχα» λέει ένας από αυτούς. Ο έλληνας οικοδεσπότης τους κοιτάζει άναυδος.
Υπάρχουν όμως και εκείνοι που «φρίττουν» μπροστά στο ενδεχόμενο τέτοιας αποστολής. Παράδειγμα, ο πρόεδρος των γερμανών εφοριακών Τόμας Αϊγκεντάλερ. «Μη λέτε ούτε γι' αστείο κάτι τέτοιο» έλεγε. «Το λιγότερο που θα πάθαιναν οι συνάδελφοί μου είναι να τους δείρουν. Εγώ πάντως ανησυχώ για τη σωματική ακεραιότητά τους».